εὐσυνειδησία

From LSJ
Revision as of 21:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσυνειδησία Medium diacritics: εὐσυνειδησία Low diacritics: ευσυνειδησία Capitals: ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ
Transliteration A: eusyneidēsía Transliteration B: eusyneidēsia Transliteration C: efsyneidisia Beta Code: eu)suneidhsi/a

English (LSJ)

ἡ,    A conscientiousness, integrity, PSI5.452.26 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσυνειδησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ καλή συνείδησις, Κλήμ. Ἀλ. 797, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 255.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐσυνειδησία) ευσυνείδητος
τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
συναίσθηση του καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση του καθήκοντος
μσν.-αρχ.
ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών.