κληματῖτις

From LSJ
Revision as of 18:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλημᾰτῖτις Medium diacritics: κληματῖτις Low diacritics: κληματίτις Capitals: ΚΛΗΜΑΤΙΤΙΣ
Transliteration A: klēmatîtis Transliteration B: klēmatitis Transliteration C: klimatitis Beta Code: klhmati=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, Adj.

   A with long climbing branches, name of a kind of ἀριστολοχεία, Dsc.3.4.    II Subst., = foreg. 11.2, Ps.-Dsc.4.180.

German (Pape)

[Seite 1450] ιδος, ἡ (das masc. κληματίτης scheint ungebräuchlich), mit Ranken, Diosc. – Bes. ein Rankengewächs, welches sich an Bäumen emporrankt, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κλημᾰτῖτις: ῐδος, ἐπίθ., ἔχουσα μακροὺς κλάδους ἀναρριχωμένους, ἀριστολόχεια Διοσκ. 3. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ κληματίς, ὁ αὐτ. 4. 182.

Greek Monolingual

κληματῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.)
2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. κεγχρ-ίτις, κεντρ-ίτις)].