Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός

From LSJ
Revision as of 17:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209.    2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19.    II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.    2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Greek Monotonic

συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.

Middle Liddell

συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.