σπουδαστός

From LSJ
Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστός Medium diacritics: σπουδαστός Low diacritics: σπουδαστός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: spoudastós Transliteration B: spoudastos Transliteration C: spoudastos Beta Code: spoudasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.

Greek Monotonic

σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστός: [adj. verb. к σπουδάζω заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.

Middle Liddell

σπουδαστός, ή, όν σπουδάζω
that deserves to be sought or tried zealously, Plat.