Ἑρμαφρόδιτος

From LSJ
Revision as of 22:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑρμαφρόδῑτος Medium diacritics: Ἑρμαφρόδιτος Low diacritics: Ερμαφρόδιτος Capitals: ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ
Transliteration A: Hermaphróditos Transliteration B: Hermaphroditos Transliteration C: Ermafroditos Beta Code: *(ermafro/ditos

English (LSJ)

ὁ,    A Hermaphrodite, or person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Ptol.Tetr.124, Gal.4.619.    2 as Adj., ἑ. πάθος Leonid. ap. Paul.Aeg.6.69.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑρμαφρόδιτος: ὁ, πρόσωπον μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. Ἑρμαθήνη.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Hermaphroditos, fils d’Hermès et d’Aphrodite ; un hermaphrodite, être ayant les attributs des deux sexes.
Étymologie: Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη.

Greek Monotonic

Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ, ο Ερμαφρόδιτος, πρόσωπο που είχε ιδιότητες και των δύο φύλων, αρσενικοθήλυκος· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ Гермафродит (сын Гермеса и Афродиты, обоеполое существо Diod., Luc., Anth.).

Middle Liddell

Ἑρμ-αφρόδῑτος, ὁ,
an hermaphrodite, a person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, Luc.