λιθοειδής

From LSJ
Revision as of 10:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοειδής Medium diacritics: λιθοειδής Low diacritics: λιθοειδής Capitals: ΛΙΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lithoeidḗs Transliteration B: lithoeidēs Transliteration C: lithoeidis Beta Code: liqoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A like stone, Hp.Morb.4.55, Pl.Ti.74a, Gal.2.745, etc.

German (Pape)

[Seite 45] ές, steinartig; περίβολος, Plat. Tim. 74 a; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοειδής: -ές, ὅμοιος λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές (Α λιθοειδής, -ές)
ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου
νεοελλ.
φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου
β) «λιθοειδές νεύρο» — ένα από τα τρία νεύρα της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο είναι κλάδος του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοειδής: подобный камню (περίβολος Plat.).