μεγαλοφυής

From LSJ
Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοφῠής Medium diacritics: μεγαλοφυής Low diacritics: μεγαλοφυής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ
Transliteration A: megalophyḗs Transliteration B: megalophyēs Transliteration C: megalofyis Beta Code: megalofuh/s

English (LSJ)

ές, (φυή)

   A of noble nature, ἄνδρα -έστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον Plb.12.23.5, cf. Dam.Pr.54 (Comp.); οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων S.E.P.1.12, cf. Arr. Epict.3.23.15; μ. ἤθη καὶ πάθη D.H.Vett.Cens.2.11; ἡ μ. αὐθεντία σου, as a title, Just.Nov.126.3 Ep. Adv. -φῠῶς Arr.Epict.2.17.19.    2 endowed with genius, Phld.Rh.1.28 S., D.L.1.38; τὸ μ. lofty genius, Longin.9.1; τὸ-έστατον Id.34.4.    3 large, ἀμφίβια (in the Nile), Str.15.1.22.    II Adv. -φυῶς in bad sense, with exaggeration, Cleom.2.1.

German (Pape)

[Seite 108] ές, großer, edler Natur, von großen natürlichen Anlagen, S. Emp. pyrrh. 1, 12; μεγαλοφυέστερος ἢ κατ' ἄνθρωπον Pol. 12, 23, 5.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφυής: -ές, (φυὴ) εὐγενὴς τὴν φύσιν, Πολύβ. 12. 23, 5, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. κρίσις 11· πεπροικισμένος μὲ ἔξοχον εὐφυΐαν, ἐπὶ ζωγράφου, Διογ. Λ, 1. 28· τὸ μ., ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Λογγῖν. 9. 1. Ἐπίρρ. μεγαλοφυῶς Κλήμ. Ἀλ. 582, κλ.

Greek Monolingual

-ές (ΑM μεγαλοφυής, -ές)
1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και του οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής καλλιτέχνης» β. «μεγαλοφυής εφευρέτης»)
2. (για ανθρώπινα έργα) αυτός που έχει γίνει από μεγαλοφυή άνθρωπο ή αυτός που ταιριάζει σε μεγαλοφυή άνθρωπο (α. «μεγαλοφυές δημιούργημα» β. «μεγαλοφυά ήθη καί πάθη», Διον. Αλικ.)
μσν.-αρχ.
λεγόταν ως τιμητική προσφώνηση («ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου», Ιουστιν.)
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλο ανάστημα, μεγαλόσωμος, σωματώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλοφυές
μεγάλη, έξοχη ευφυΐα, εξαιρετικό πνεύμα.
επίρρ...
μεγαλοφυώς (Α μεγαλοφυῶς)
με τρόπο μεγαλοφυή
αρχ.
(με κακή σημ.) με υπερβολικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. αυτο-φυής, ευ-φυής].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοφυής:
1) благородный, возвышенный Polyb., Sext.;
2) высокоодаренный Diog. L.