προδιήγησις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
εως, ἡ, A preliminary exposition or narration, τῆς ἀπολογίας Aeschin.1.117, cf. Arist.Rh.1414b14, Hermog.Inv.2.1, al.: pl., Aps.p.339H.
German (Pape)
[Seite 716] ἡ, vorläufige Erzählung; τῆς ἀπολογίας, Aesch. 1, 117; Rhett., wie Hermog. de inv. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προδιήγησις: ἡ, διήγησις ἐκ τῶν προτέρων, Αἰσχίν. 16. 30, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
préambule d’une narration.
Étymologie: προδιηγέομαι.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προδιηγοῡμαι
προοίμιο, πρόλογος («προδιήγησις τῆς ἀπολογίας», Αισχίν.).
Greek Monotonic
προδιήγησις: ἡ, διήγηση εκ των προτέρων, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
προδιήγησις: εως ἡ предварительное изложение Aeschin., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδιήγησις -εως, ἡ [προδιηγέομαι] voorafgaand verhaal.
Middle Liddell
προδιήγησις, εως, [from προδιηγέομαι
a detailing beforehand, Aeschin.