προνώπια

From LSJ
Revision as of 11:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνώπια Medium diacritics: προνώπια Low diacritics: προνώπια Capitals: ΠΡΟΝΩΠΙΑ
Transliteration A: pronṓpia Transliteration B: pronōpia Transliteration C: pronopia Beta Code: pronw/pia

English (LSJ)

τά,

   A front of a house (cf. ἐνώπια), ἐς προνώπι' αὐτίχ' ἥξει E. Ba.639 (troch.): metaph. in sg., τόδ' ἔσχατον… χώρας Πελοπίας π., of Troezen, the outer portal of Peloponnesus, Id.Hipp.374.    II as Adj., πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις…; in front, before the door, Id.Ba.645.    2 ἥρωες π., = Lares compitales, D.H.4.14. (Acc. to Eust. for πρό, ἐνώπια, i.e. τὰ πρὸ τῶν ἐνωπίων: but the etym. is doubtful.)

Greek (Liddell-Scott)

προνώπια: τά, τὸ ἔμπροσθεν μέρος τῆς οἰκίας, πρόθυρα, (πρβλ. ἐνώπια), ἐς προνώπι’ αὐτίχ’ ἥξει Εὐρ. Βάκχ. 639· μεταφορ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τόδ’ ἔσχατον .. χώρας Πελοπίας πρ., ἐπὶ τῆς Τροιζῆνος, τὰ ἐξώτατα προπύλαια τῆς Πελοποννήσου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 374. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., πῶς προνώπιος φαίνει πρὸς οἴκοις...; ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 645· ― ὁ Διον. Ἁλ. 4. 14 φαίνεται ὅτι μεταφράζει τὸ λατ. lares compitales διὰ τοῦ ἥρωες προνώπιοι. (Κατὰ τὸν Εὐστ. ἀντὶ τοῦ πρό, ἐνώπια, δηλ. τὰ πρὸ τῶν ἐνωπίων· ἀλλὰ πιθανῶς ὡς τὸ προνωπής, ἐκ τοῦ πρό, ὤψ, ― καὶ δηλοῖ ἁπλῶς τὸ ἐνώπιον ἢ ἔμπροσθεν εὑρισκόμενον)· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προνώπια· τὰ ἔμπροσθεν τῶν πυλῶν, καθάπερ ἐνώπια τὰ ἔνδον, ὅπου αἱ εἰκόνες τίθενται»· καὶ «προνώπιον· τὸ προκείμενον, οἷον, πρόθυρον».

Greek Monotonic

προνώπια: τά,
I. μπροστινό μέρος σπιτιού (πρβλ. ἐνώπια), σε Ευρ.· μεταφ. σε ενικ., χώρας Πελοπίας προνώπια, λέγεται για την Τροιζήνα, τα εξώτατα προπύλαια της Πελοποννήσου, στον ίδ.
II. ως επίθ., μπροστινός, αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πόρτα, στον ίδ.

Middle Liddell

προνώπια, ων, τά, [from προνωπής
I. the front of a house (cf. ἐνώπιἀ, Eur.: metaph. in sg., χώρας Πελοπίας πρ., of Troezen, the outer portal of Peloponnesus, Eur.
II. as adj. in front, before the door, Eur.