ἐπισυμμαχία
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἡ,
A alliance against a common enemy, Philipp. ap. D.12.7 codd. (leg.ἐπιμαχία).
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, ein Schutz- u. Trutzbündniß gegen einen gemeinsamen Feind, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); Xen. Cyr. 3, 2, 23, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμμᾰχία: ἡ, συμμαχία ἐναντίον κοινοῦ ἐχθροῦ, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 160. 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
alliance offensive et défensive.
Étymologie: ἐπί, συμμαχία.
Greek Monolingual
ἐπισυμμαχία, ἡ (Α)
συμμαχία εναντίον κοινού εχθρού.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυμμαχία: ἡ оборонительно-наступательный союз, коалиция (Dem.; Xen. - v. l. к ἐπιμαχία).