σπειράομαι
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
(σπεῖρα) Pass.,
A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους. 2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.
Greek (Liddell-Scott)
σπειράομαι: (σπεῖρα) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· πέριξ ... σπειρηθεὶς [[[δράκων]]] Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς δράκων Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., λόγος Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐσπειρήθην;
se rouler en spirales.
Étymologie: σπεῖρα.
Greek Monotonic
σπειράομαι: (σπεῖρα), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπειράομαι [σπεῖρα] perf. ptc. ἐσπειραμένος zich kronkelen.
Middle Liddell
σπειράομαι, σπεῖρα
Pass. to be coiled or folded round.