περισώζω

From LSJ
Revision as of 14:55, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισώζω Medium diacritics: περισώζω Low diacritics: περισώζω Capitals: ΠΕΡΙΣΩΖΩ
Transliteration A: perisṓzō Transliteration B: perisōzō Transliteration C: perisozo Beta Code: perisw/zw

English (LSJ)

   A save alive ( = σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X.HG2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib.6.5.47 :—Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr.1.30 :—Pass., escape with one's life, of a prisoner, X.HG2.3.32, cf. 4.8.21, Phld.Rh.1.28 S.; αἰσχρῶς App.Sam.4.7; ἐκ μάχης D.C.46.50; of things, survive, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist.Metaph.1074b13.

German (Pape)

[Seite 595] (s. σώζω), erhalten, erretten (eigtl. σώζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. am Leben erhalten, Xen. Hell. 2, 3, 25. 4, 8, 21 u. Folgde, wie Luc. Tim. 3; Plut. oft; Ael. V. H. 15, 46.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και περισώνω Ν
διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «λίγα πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την πυρκαγιά» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην ξηρά» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)
μσν.-αρχ.
σώζω από θάνατο ή από καταστροφή (α. «Λακεδαιμονίοις τοῑς περισώσασιν ἡμᾱς», Ξεν.
β. «καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε», Ξεν.).

Middle Liddell

fut. σω
to save alive, to save from death or ruin, Xen.:—Pass. to escape with one's life, Xen.