ἁμῆ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
Adv., (properly ἁμῇ, dat. fem. of ἁμός
A = τὶς) in a certain way, Hp. ap. Gal.19.78: elsewh. in the phrase ἁμῆ γέ πῃ somehow or other, Ar.Ach.608, Pl.Prt.331d, R.474c, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμῆ: ἐπίρρ. (κυρίως ἁμῇ, δοτ. θηλ. τοῦ ἁμός, = τίς), κατά τινα τρόπον· σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰμὴ ἐν τοῖς συνθέτοις ἁμηγέπη ἢ -πῃ, κτλ. κατά τινα τρόπον, κἄπως κτλ., = ὁπωσοῦν, Πλάτ. Πρωτ. 331D, Πολ. 474C, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. καὶ Ἐλμσλ. ἐν Ἀχ. 608, ἴδε καὶ ἐν λ. ἁμός, ἁμοῦ, ἁμῶς.
French (Bailly abrégé)
v. ἀμῇ.
Spanish (DGE)
adv.
I en cierto modo ἄμη (sic) κατά τινα τρόπον Hp. en Gal.19.77, cf. ἁμῶς.
II en comp. c. otras partículas, escrito en una o varias palabras
1 en cierto modo ἀμῆγε· ἀμῆγέπω Hsch., ἁμῇ γέ πῃ Pl.Prt.331d, R.474c, d, Plt.278d, Sph.259d, Clem.Al.Paed.3.5.31, ἀμηγέπη Plu.2.71f, Luc.Lex.10, Ael.NA 14.9, ἁμῃγέπῃ D.Chr.7.17, ἀμηγέπῃ παρ' Ἀττικοῖς Hdn.Gr.1.489, ἀμῃγέπῃ Plot.6.4.21, ἁμηγέπη, ἁμηγέποι Hsch., <ἀ>μηγέπου καὶ <ἀ>μηγέποι Phot.p.91R. (s.u. ἀμηγέπη), cf. Sud.; cf. formas semejantes ἀμόθεν, ἀμουγέπου, ἀμωσγέποι, ἀμωσγέπως, etc.
2 de todas formas, de un modo y otro μιοθοφορεῖν ἁμῃγέπῃ Ar.Ach.608.
Greek Monotonic
ἁμῆ: επίρρ. (αντί ἁμῇ, δοτ. θηλ. του ἁμός = τίς), με συγκεκριμένο τρόπο· ἁμῆ γέ πῃ, με κάποιον τρόπο ή άλλον (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο), σε Πλάτ.