ἀμφαγείρομαι

From LSJ
Revision as of 12:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφαγείρομαι Medium diacritics: ἀμφαγείρομαι Low diacritics: αμφαγείρομαι Capitals: ΑΜΦΑΓΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: amphageíromai Transliteration B: amphageiromai Transliteration C: amfageiromai Beta Code: a)mfagei/romai

English (LSJ)

Med.,    A gather round, Hom. only in aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Il.18.37, cf. A.R.4.1527: in later Ep. pres. ἀμφαγέρομαι Theoc.17.94, Opp.H.3.231, 4.114.

German (Pape)

[Seite 133] Hom. im aor. Iliad. 18, 37 θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, versammelten sich um Thetis; Ap. Rh. 4, 1527; Opp. hat daraus ein praes. ἀμφαγέρονται gemacht, z. B. Hal. 3, 231.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφαγείρομαι: Μέσ. συναθροίζομαι, συνέρχομαι πέριξ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Ἰλ. Σ.37, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1527· ἐντεῦθεν παρὰ μεταγεν. Ἐπ. εὑρίσκομεν ἐνεστ. ἀμφαγέρομαι Θεόκρ. 17.94, Ὀππ. Ἁλ. 3.231., 4.114· πρβλ. ἀμφηγερέθομαι.

French (Bailly abrégé)

ao.2 épq. 3ᵉ pl. ἀμφαγέροντο, d’où postér. prés. 3ᵉ pl. ἀμφαγέρονται;
se rassembler autour de.
Étymologie: ἀμφί, ἀγείρω.

English (Autenrieth)

gather around, only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†.

Greek Monolingual

ἀμφαγείρομαι (Α)
συναθροίζομαι γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή του σχηματιστικού επιθήματος -θ- και γενίκευση του η για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

ἀμφαγείρομαι: Μέσ., συγκεντρώνομαι ολόγυρα, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου ο ενεστ. ἀμφαγέρομαι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφᾰγείρομαι: Theocr. ἀμφᾰγέρομαι собираться вокруг, обступать (τινα Hom., Theocr.).

Middle Liddell


Mid. to gather round, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο (aor2) Il.: hence pres. ἀμφαγέρομαι, Theocr.