χρυσομίτρης

From LSJ
Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομίτρης Medium diacritics: χρυσομίτρης Low diacritics: χρυσομίτρης Capitals: ΧΡΥΣΟΜΙΤΡΗΣ
Transliteration A: chrysomítrēs Transliteration B: chrysomitrēs Transliteration C: chrysomitris Beta Code: xrusomi/trhs

English (LSJ)

ου, Dor. χρυσο-μίτρας, α, ὁ,

   A with girdle or headband of gold, epith. of Dionysus, S.OT209 (lyr.); pecul. fem. -μίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2.    2 gold-bound, πίνακες Hippoloch. ap. Ath.4.130b.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, mit goldenem Gürtel, goldener Hauptbinde, übh. mit goldener Einfassung; so heißt Bacchus, Soph. O. R. 209; πίνακες Ath. IV, 130 b.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, α, ὁ ,ὁ φορῶν χρυσῆν μίτραν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ο. Τ. 209· ἰδιότυπον θηλ. -μίτρη, ἐπὶ τῆς Φοίβης, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 2. 2) ὁ διὰ χρυσοῦ δεδεμένος, χρυσόδετος, πίνακες Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bandeau d’or ou à la mitre d’or.
Étymologie: χρυσός, μίτρα.

Spanish

de aúrea corona

Greek Monolingual

και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α
1. (το αρσ. ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα
2. χρυσόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -μίτρης (< μίτρα / μίτρη), πρβλ. αἰολο-μίτρης].

Greek Monotonic

χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, -α, ὁ (μίτρα), αυτός που φορά μίτρα ή στέμμα από χρυσό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσομίτρης: ου, дор. χρῡσομίτρας, ᾱ adj. m с золотой митрой (Βάκχος Soph.).

Middle Liddell

χρῡσο-μίτρης, ου, μίτρα
with girdle or headband of gold, Soph.