ψυχαπάτης

From LSJ
Revision as of 10:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰπάτης Medium diacritics: ψυχαπάτης Low diacritics: ψυχαπάτης Capitals: ΨΥΧΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: psychapátēs Transliteration B: psychapatēs Transliteration C: psychapatis Beta Code: yuxapa/ths

English (LSJ)

[πᾰ], ου, ὁ,    A beguiling the soul, οἶνος Eratosth.36.5; ὄνειρος AP5.165 (Mel.); στέφανος AP12.256 (Id.), etc.; v. ψυχροπότης.

German (Pape)

[Seite 1403] ὁ, der Seelen täuscht, betrügt, aber auch der Seelen vergnügt, herzerfreuend; Mel. 18 (XII, 81); ὄνειρος 103 (V, 166); στέφανος 2 (XII, 256); οἶνος poet. bei Clem. Al. paedag. 2, 2,28.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἀπατῶν τὴν ψυχήν, οἶνος ψυχαπάτης Ἐρατοσθένης παρὰ Κλήμ. Ἀλέξ. 183· ὄνειρος Ἀνθ. Π. 5. 166· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλλιτέρας σημασίας, ὁ εὐφραίνων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 12. 256, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui trompe l’âme;
2 qui séduit, captive ou réjouit l’âme.
Étymologie: ψυχή, ἀπατάω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που εξαπατά την ψυχή
2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκ-απάτης].

Greek Monotonic

ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχᾰπάτης: ου adj. m
1) обманывающий душу, обманчивый (ὄνειρος Anth.);
2) пленяющий, завлекающий (Ἔρωτος στέφανος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχαπάτης -ου [ψυχή, ἀπατάω] als adj. de geest misleidend:. ὄνειρος droom die mijn geest misleidt AP 5.166.6.

Middle Liddell

ψῡχ-ᾰ˘πάτης, ου, ὁ,
beguiling the soul, Anth.