ἐντήκω
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
English (LSJ)
A pour in while molten, μόλιβδον D.S.2.8; ἐ. μόλιβδον [τῇ κεφαλῇ] Plu.CG17: metaph., ἐ. τέτανον τερπνόν v. l. in Ar.Lys. 553. II Pass., with pf. Act. ἐντέτηκα, to be dissolved in, ὕδατι Aët.9.42. 2 to be cast, ἀνδριάντα χαλκῷ ἐντετηκότα D.Chr.64.4: but usu., 3 metaph., of feelings, sink deep in, μῖσος ἐντέτηκέ μοι S.El.1311, cf. Pl.Mx.245d; τὸ δέος ἐντετηκὸς ταῖς ψυχαῖς D.H.6.72; ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἡ δεισιδαιμονία D.S.1.83; ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις ἔνι ψυχή (sc. Κύπρις) sinks in . . as the breath of life, S.Fr. 941.7. 4 of persons, οὐδ' ἂν εἰ κάρτ' ἐντακείη τῷ φιλεῖν should be absorbed by love, Id.Tr.463; θρήνοισιν ἐντακεῖσα Lyc.498.
German (Pape)
[Seite 856] einschmelzen, eingeschmolzen eingießen, μόλιβδον D. Sic. 2, 8; Plut. C. Graech. 17; übertr., wie Suid. ἐντήξας = ἐμβαλών, διδάξας erkl.; im pass. u. perf. act. = unvertilgbar eingeprägt sein, μῖσος παλαιὸν ἐντέτηκέ μοι Soph. El. 1303, wie Plat. Menex. 245 d; umgekehrt εἰ κάρτ' ἐντακείη τῷ φιλεῖν, vor Liebe schmelzen, von glühender Liebe durchdrungen sein, Soph. Trach. 463; Sp. οὕτω δ' ἐν ταῖς τῶν ὄχλων ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἡ δεισιδαιμονία D. Sic. 1, 83; von der Furcht, τὶ δέος ἐντετηκὸς ταῖς ψυχαῖς D. Hal. 6, 72; von der Liebe, Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντήκω: ἐγχέω τι τετηκός, τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλιβδον ἐντήκουσα Διόδ. 2. 8· ἐξελὼν τὸν ἐγκέφαλον ἐνέτηξε μόλιβδον (τῇ κεφαλῇ) Πλουτ. Γ. Γράκχος 17. ΙΙ. παθ. μετὰ ἐνεργ. πρκμ. ἐντέτηκα, 1) ἐπὶ αἰσθημάτων, εἰσδύω βαθέως εἴς τι, μῖσος ἐντέτηκέ μοι Σοφ. Ἠλ. 1311, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ δέος ἐντετηκὸς ταῖς ψυχαῖς Διον. Ἁλ. 6. 72· ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἡ δεισιδαιμονία Διόδ. 1. 83· ― ἐν τῷ ἐν τοῖς Σοφ. Ἀποσπ. (678) χωρίῳ ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων (ἐξυπ. Κύπρις) ὁ Meineke προτείνει ἀντὶ τοῦ ἐντέτηκται τὸ ἀνθάπτεται. 2) ἐπὶ προσώπων, οὐδ’ ἂν εἴ κἀρτ’ ἐντακείη τῷ φιλεῖν, καὶ ἂν ἔτι ἤθελεν ἐντακῆ, «λυώσῃ» ἐξ ἔρωτος, Σοφ. Τρ. 463· θρήνοισιν ἐντακεῖσα Λυκόφρ. 498.
French (Bailly abrégé)
pf. ἐντέτηκα, ao.2 Pass. ἐνετάκην;
1 faire fondre dans, couler une matière fondue dans, τινι ; Pass. se fondre, se consumer : τῷ φιλεῖν SOPH d’amour;
2 intr. être coulé dans, s’infuser dans, fig. être entré profondément dans en parl. de sentiments, crainte, haine, etc., τινι.
Étymologie: ἐν, τήκω.
Spanish (DGE)
A tr.
1 verter fundido metal u otras substancias τὰς τούτων (λίθων) ἁρμονίας ἐπλήρου μόλιβδον ἐντήκουσα rellenó las junturas de las piedras vertiendo en ellas plomo fundido D.S.2.8, cf. Plu.CG 17, εἰς τὰ ὦτα θερμὸν ἐντήκειν χαλκὸν Plu.Art.14, κηροῦ σμικρὸν Aret.CA 1.4.8, cf. 2.3.17, CD 1.2.8, ἐντηκομένου κηροῦ τῷ ἐλαίῳ Aët.12.42
•fig. verter, infundir κᾷτ' (Ἔρως) ἐντήξῃ τέτανον τερπνὸν τοῖς ἀνδράσι y si Eros vierte una placentera rigidez en los varones Ar.Lys.553 (var. en ap. crít.), μαθήσεως δίψαν ἄληκτον ἐντήκων infundiendo una incesante sed de aprender Ph.1.381, en v. pas. ταῖς ... ψυχαῖς ἁπαλαῖς ἔτι τὰ μαθήματα ἐντήκεται Plu.2.3e.
2 disolver, diluir en v. pas. δραχμαὶ ἓξ ἁλῶν ἐντακεῖσαι θερμῷ ὕδατι Aët.9.42, fig. θρήνοισιν ἐντακεῖσα Lyc.498 (cód.).
3 ablandar, macerar en v. med. νέον ὀρταλιχῆα ὕδασιν ἐντήξαιο tendrías que ablandar en agua un joven polluelo Nic.Al.229.
B intr.
I en v. med. o med.-pas.
1 verterse, derramarse en sent. fig. (Κύπρις) ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις ἔνι ψυχή Cipris se vierte en cuantas entrañas hay alma S.Fr.941.7, cf. Ph.2.463, ἥδε τ' οὐδ' ἂν εἰ κάρτ' ἐντακείη τῷ φιλεῖν tampoco ésta, aunque se haya fundido completamente en su amor S.Tr.463.
2 disolverse, fundirse en sent. fig. ἐντακήσεσθε ἐν ταῖς ἀδικίαις ὑμῶν os disolveréis en vuestras propias injusticias LXX Ez.24.23.
II en perf.
1 c. valor estativo estar recubierto de ἀνδριὰς χαλκῷ ἐντετηκώς estatua recubierta de bronce Fauorin.Fort.4.
2 fig., de sentimientos meterse dentro, penetrar, infiltrarse μῖσος ... παλαιὸν ἐντέτηκέ μοι un antiguo odio se ha apoderado de mí S.El.1311, cf. Pl.Mx.245d, D.H.7.46, τὸ δέος ... ἐντετηκὸς ... ταῖς ψυχαῖς D.H.6.72, cf. D.S.1.83, ἐμοὶ δὲ βιβλίων κτήσεως ... δεινὸς ἐντέτηκε πόθος Iul.Ep.107.378a.
Greek Monolingual
ἐντήκω (Α)
1. λειώνω, διαλύω
2. χύνω υλικό λειωμένο μέσα σε κάτι («τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλυβδον ἐντήκουσα», Διόδ.)
2. διδάσκω
3. (για συναισθήματα) εισδύω βαθιά στην ψυχή
4. (για πρόσ.) λειώνω από έρωτα
5. εξαντλούμαι από το κλάμα.
Greek Monotonic
ἐντήκω: μέλ. -ξω,
I. χύνω κάτι λυωμένο μέσα σε, μόλιβδον, σε Πλούτ.
II. Παθ., με Ενεργ. παρακ. ἐντέτηκα,
1. λέγεται για αισθήματα, διεισδύω βαθιά μέσα σε, σε Σοφ.
2. λέγεται για πρόσωπα, είμαι απορροφημένος από κάτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐντήκω:
1) в расплавленном виде вливать (μόλιβδον, sc. εἰς τὰς τῶν λίθων ἁρμονίας Diod.; θερμὸν χαλκὸν εἴς τι Plut.);
2) (pf. ἐντέτηκα) глубоко проникать, въедаться (τὸ μῖσος ἐντέτηκέ τινί τινος Soph., Plat.; ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἡ δεισιδαιμονία Diod.);
3) pass. (aor. 2 ἐνετάκην) глубоко проникаться: ἐντακῆναι (v. l. ἐκτακῆναι) τῷ φιλεῖν Soph. сгорать от любви.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to pour in while molten, μόλιβδον Plut.
II. Pass., with perf. act. ἐντέτηκα,
1. of feelings, to sink deep in, Soph.
2. of persons, to be absorbed by a thing, Soph.