εὔλοφος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον,
A well-plumed, κυνῆ S.Aj. 1286, cf.Fr.341; κράνος Hld. 7.5. II taking the yoke well, strong, patient, opp. δύσλοφος, νῶτον Lyc.776; αὐχήν Dam. Isid.89. Adv. -φως, ὑποφέρειν τι Phld.Mort. 35; φέρειν Dam.Isid.190, Eust.1653.6; ἀγωνίζεσθαι Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1079] 11 mit schönem Helmbusch, κυνῆ Soph. Ai. 1256; σφήκωμα frg. 314; κράνος Hel. 7, 5. – 2) mit gutem, geduldigem Nacken, gehorsam, νῶτος Lycophr. 776; εὐλόφως φέρειν, Soph.; mit starkem Nacken, αὐχήν, VLL.; so εὐλόφως ἀγωνίζεσθαι, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλοφος: -ον, ἔχων ὡραῖον λόφον, κυνῆ Σοφ. Αἴ. 1286, πρβλ. σφήκωμα καὶ ἴδε Ἡλιόδ. 7. 5. ΙΙ. ὁ αἴρων τὸν ζυγόν καλῶς, ἰσχυρός, ὑπομονητικός, ἀντίθετ. τῷ δύσλοφος, αὐχὴν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· νῶτον Λυσ. 776. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔλοφος· ῥᾴδιος, εὐχερής·» ― Ἐπίρρ. εὐλόφως φέρειν Εὐστ. 1653. 6, πρβλ. εὔλογος ΙΙ· «εὐλόφως, γενναίως» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une belle aigrette.
Étymologie: εὖ, λόφος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλοφος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο λοφίο («εὔλοφος κυνῆ», Σοφ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικός («εὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.).
επίρρ...
εὐλόφως (ΑΜ)
1. υπομονετικά
2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον», λεξ. Σούδα).
Greek Monotonic
εὔλοφος: -ον, αυτός που έχει καλούς λόφους, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔλοφος: украшенный красивым гребнем (κυνῆ Soph.).
Middle Liddell
εὔ-λοφος, ον
well-plumed, Soph.