καλαμίτης

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλαμίτης Medium diacritics: καλαμίτης Low diacritics: καλαμίτης Capitals: ΚΑΛΑΜΙΤΗΣ
Transliteration A: kalamítēs Transliteration B: kalamitēs Transliteration C: kalamitis Beta Code: kalami/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A = καλάμινος, reed-like, στύραξ Alex.Trall.5.4, al., Aët.1.133.    II ὁ κ. ἥρως, perh. the hero of the probe or, of the splints, nickname of Aristomachus, a surgeon who had a statue at Athens, called ὁ ἥρως ὁ ἰατρός, D.18.129, cf. 19.249.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, = καλάμινος, Sp., ein Heros in Athen, s. nom. pr., den Franke in der Recension der Dissenschen Ausgabe von Dem. or. de cor. zu einem Heros der Schulmeister macht.

Greek Monolingual

ο (Α καλαμίτης)
νεοελλ.
1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν εκλείψει
αρχ.
όμοιος με καλάμι ή κατασκευασμένος από καλάμι, καλάμινος
2. φρ. «ὁ καλαμίτης ἥρως» — κωμική προσωνυμία του χειρουργού Αριστομάχου, που ανδριάντας του υπήρχε στην Αθήνα, ονομαζόμενος κωμικώς «ὁ ἥρωςἰατρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ίτης (πρβλ. ζευγ-ίτης, λικν-ίτης). Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. calamites < καλαμίτης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαμίτης -ου [κάλαμος] van het riet:. ὁ κ. ἥρως de held van het riet (missch. ‘van de spalk’?, bijnaam van de arts Aristomachus) Dem. 18.129.