ἐκμεθύσκω

From LSJ
Revision as of 17:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμεθύσκω Medium diacritics: ἐκμεθύσκω Low diacritics: εκμεθύσκω Capitals: ΕΚΜΕΘΥΣΚΩ
Transliteration A: ekmethýskō Transliteration B: ekmethyskō Transliteration C: ekmethysko Beta Code: e)kmequ/skw

English (LSJ)

   A make quite drunk: metaph., τὰς ῥίζας..λίαν ἐ. over-charge them with moisture, Thphr.CP5.15.3; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου AP5.3 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 769] (s. μεθύσκω), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, λύχνον δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμεθύσκω: μέλλ. -ύσω, κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐνίοτε τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ λίαν ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.

French (Bailly abrégé)

enivrer ; fig. imbiber ou arroser à l’excès.
Étymologie: ἐκ, μεθύσκω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 emborrachar, fig. empapar excesivamente, encharcar τὰς ῥίζας Thphr.CP 5.15.3, λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου AP 5.4 (Phld.)
en metáf. dar de beber hasta hartarse Λόγος ... ἦν ἡ πέτρα δεδιψηκότα τὸν Ἰσραὴλ τοῖς ... ἀδοκήτοις ἐκμεθύσκων νάμασι Cyr.Al.Inc.Unigen.711e.
2 fig. c. suj. abstr. ofuscar, atontar τρυφὴ ... κοσμικὴ ... ἐκμεθύσκει δεινῶς τὸν εἰσδεδεγμένον αὐτήν Cyr.Al.M.68.164B.
II intr. en v. med. emborracharse completamente Tz.Ex.35.18.

Greek Monolingual

ἐκμεθύσκω (AM)
κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς
αρχ.
1. (για φυτά) διαποτίζω, καταμουσκεύω
2. γεμίζω τελείως με υγρό.

Greek Monotonic

ἐκμεθύσκω: μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει ολότελα, διαποτίζω με κάτι, με γεν., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμεθύσκω: досл. обильно поить вином, перен. обильно наливать (λύχνον ἐλαιηρῆς δρόσου Anth.).

Middle Liddell

fut. ύσω
to make quite drunk, to saturate with a thing, c. gen., Anth.