βιβλιοθήκη
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ἡ, A book-case, Cratin.Jun.11 (βυβλ-). 2 library, collection of books, Plb.12.27.4, LXX Es.2.23, Posidon.41, Phld.Sto. Herc.339.13 (βυβλ-), Str.13.1.54, al., J.AJ12.2.1; β. ἔμψυχος, of Longinus, Eun.VSp.456B. 3 record-office, registry, PTeb.389. 18 (ii A. D.); β. ἐγκτήσεων BGU76.1 (ii/iii A. D.); β. δημοσίων [λόγων] PRyl.291.1 (iii A. D.). 4 compilation from various sources, title of works by Apollod. and D.S.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, Bücherbehälter, Büchersammlung, Pol. 12, 27, 4; Strab. XIII, 384; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοθήκη: ἡ, θήκη βιβλίων, Κρατῖν. Νεώτ. Ψευδ. 2. 2) συλλογὴ βιβλίων ἐν τάξει, Πολύβ. 12. 27, 4· - ἡ πρώτη μεγάλη βιβλιο
Greek Monolingual
η (AM βιβλιοθήκη)
1. συλλογή βιβλίων με ορισμένη ταξινόμηση
2. έπιπλο ειδικά κατασκευασμένο για την τοποθέτηση βιβλίων
3. οίκημα στο οποίο στεγάζονται συλλογές βιβλίων
νεοελλ.
1. σειρά βιβλίων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή επιστήμη ή εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη
2. φρ. «κινητή βιβλιοθήκη» — ο πολυμαθής
αρχ.
αρχείο επίσημης αναγραφής γεγονότων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + θήκη. Το ελλ. βιβλιοθήκη μέσω του λατ. bibliotheca εισήλθε και στην ξένη ορολογία
πρβλ. γαλλ. bibliotheque, γερμ. Bibliothek].
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοθήκη: ἡ библиотека, книгохранилище Polyb., Plut.