ὀξυθυμέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A to be quick to anger, E.Andr.689. II Pass., to be provoked, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ar.V.501, cf. Th.466 ; to be irritable, Gal.15.598.
German (Pape)
[Seite 352] jähzornig sein, schnell hitzig, zornig werden, Eur. Andr. 690; u. so auch als dep. pass., ὀξυθυμηθεῖσά μοι, Ar. Vesp. 501, wie Thesm. 466, u. in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθῡμέω: εἶμαι ὀξύθυμος, ταχέως ὀργίζομαι, Εὐρ. Ἀνδρ. 689 II. ὡς παθ., παροργίζομαι, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ἀριστοφ. Σφ. 501, πρβλ. Θεσμ. 466.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être vif, irascible.
Étymologie: ὀξύθυμος.
Greek Monotonic
ὀξῠθῡμέω: μέλ. -ήσω,
I. θυμώνω εύκολα ή οργίζομαι ξαφνικά, σε Ευρ.
II. Παθ., προκαλούμαι, εξερεθίζομαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠθῡμέω: раздражаться, приходить в ярость Eur.: ὀξυθυμηθείς τινι Arph. разгневавшись на кого-л.
Middle Liddell
ὀξῠθῡμέω, fut. -ήσω [from ὀξύθῡμος]
I. to be quick to anger, Eur.
II. Pass. to be provoked, Ar.