ληκύθιον
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
τό, Dim. of λήκυθος, A small oil flask, Ar.Ra.1200-1246, D.24.114, PTeb.221 (ii B.C.), Anon. ap. Suid., etc. II name for the Trochaic hephthemimer, originating with the form ληκύθιον ἀπώλεσεν in Ar.l.c., Heph.6.2.
German (Pape)
[Seite 39] τό, dim. von λήκυθος, Oelfläschlein, Ar. Ran. 1200 ff., Dem. 24, 114 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ληκύθιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ λήκυθος, μικρὸν φιαλίδιον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. λήκυθος Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = λήκυθος Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. ὄνομα τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν ἀρχήν της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fiole à huile.
Étymologie: λήκυθος.
Greek Monolingual
ληκύθιον, τὸ (Α) λήκυθος
1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο
2. ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246).
Greek Monotonic
ληκύθιον: [ῠ], τό, υποκορ. του λήκυθος, μικρή φιάλη λαδιού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ληκύθιον: (ῠ) τό пузырек для масла Arph., Dem.
Middle Liddell
ληκύ˘θιον, ου, τό, [Dim. of λήκυθος,]
a small oil-flask, Ar.