θυρίς
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of θύρα, A window, Praxill.5, Ar.V.379, Th.797, Pl.R.359d, Arist. de An.404a4, Ath.50.2, IG11(2).161D101 (Delos, iii B.C.), BGU1116.23 (i B.C.), Plu.2.273b; window-frame, ἐναρμόσαι εἰς ἑκάστην τὴν θ. (opening) χαλκᾶς θ. (frames) IG22.1668.37. b audience-window of the king or high officials in Egypt, UPZ15.7, 16.20, 53.5 (ii B.C.), Heraclid.Cum.4. 2 opening at each end of a bee's cell, Arist.HA624a7. 3 valve of a bivalve fish, ib.529b7. 4 in pl., embrasures in battlements, IG22.463.55, al.; for artillery, D.S.20.91, D.C.74.10. II in pl., planks, boards, Heraclid. Pont. ap. Ath.12.521f; tablets, Hsch. 2 cell of wasps, Arist. HA628a20, 629a30.
German (Pape)
[Seite 1227] ίδος, ἡ, dim. von θύρα, kleine Thüröffnung, bes. Fenster; ἵππον χαλκοῦν θυρίδας ἔχοντα Plat. Rep. II, 359 d; ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον Ar. Vesp. 379; κἂν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, aus dem Fenster sehen, Thesm. 797; τὸ φῶς διὰ τᾶς θυρίδος οὐκ εἰσορῇς; p. bei Ath. XV, 697 c; Sp., Plut. Qu. Rom. 36; in der Anth. ὑψίλοφος, Asclpds. 15 (V, 153), εὔτρητοι, Philodem. 7 (V, 123), öfter; – μέλιτος, Bienenzellen, Arist. H. A. 9, 28; B. A. 100 wird θυρίδα τῆς πινακίδος τὴν πτύχα erkl., kleine Tafel, vgl. Ath. XII, 521 f.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ θύρα, Πλάτ. Πολ. 359D, Πλούτ. 2. 273Β. 2) παράθυρον, Πράξιλλα 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 379, Θεσμ. 979, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 3, κτλ. 3) αἱ ἑκατέρωθεν θυρίδες τῶν σχαδόνων τῆς μελίσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Ζ. 9. 40, 9., 43, 1. 4) τὸ ὄστρακον διθύρου ὀστρακοδέρμου, ὡς π. χ. τοῦ κτενός, αὐτόθι 4. 4, 24. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., σανίδες, Ἡρακλείδ, παρ’ Ἀθην. 521F: - «θυρίδας Ἀττικοὶ τὰς τῶν γραμματείων πτυχὰς» Ἡσύχ. 2) κυψέλη σφηκῶν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 41, 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petite porte ; porte;
2 fenêtre.
Étymologie: θύρα.
Spanish
English (Strong)
from θύρα; an aperture, i.e. window: window.
English (Thayer)
θυρίδος, ἡ (diminutive of θύρα, properly, a little door; Plato, Dio Cassius), a window: Aristophanes, Theophrastus, Diodorus, Josephus, Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monotonic
θῠρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. της θύρας, σε Πλάτ.· παράθυρο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θῠρίς: ίδος ἡ [demin. к θύρα
1) дверца: θυρίδας ἔχειν Plat. быть снабженным дверцами;
2) окно, окошко (ἐκ θυρίδος παρακύπτειν Arph. или αἴρεσθαι ὑπὲρ θυρίδος Plut.; καθεζόμενος ἐπὶ τῆς θυρίδος NT);
3) бойница Diod.;
4) (в сотах) отверстие ячейки (αἱ θυρίδες ἀμφίστομοι τῶν σχαδόνων Arst.);
5) (в сотах) ячейка (γίνονται σκώληκες ἐν θυρίσι Arst.);
6) створка раковины (τῶν κτενῶν Arst.).
Middle Liddell
θῠρίς, ίδος [Dim. of θύρα, Plat.]
a window, Plat.
Chinese
原文音譯:qur⋯j 替里士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:門
字義溯源:透光孔,窗戶,窗臺;源自(θύρα)*=大門)
出現次數:總共(2);徒(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 窗戶(1) 林後11:33;
2) 窗臺(1) 徒20:9