καταθνῄσκω

From LSJ
Revision as of 18:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθνῄσκω Medium diacritics: καταθνῄσκω Low diacritics: καταθνήσκω Capitals: ΚΑΤΑΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: katathnḗiskō Transliteration B: katathnēskō Transliteration C: katathnisko Beta Code: kataqnh/|skw

English (LSJ)

Aeol. κατθναίσκω Sapph.62 (καταθνάσκ- codd.): fut. -θανοῦμαι: aor. κατέθᾰνον, Ep. κάτθᾰνον; late poet. aor. 1 κάθθανα Maiuri

   A Nuova Silloge48: pf. -τέθνηκα (v. infr.):—poet. Verb, die away, be dying, τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη Il.22.355; κάτθανε καὶ Πάτροκλος died, 21.107: in pf., to be dead, κατατεθνήκασι, opp. ζώουσι, 15.664: freq. in pf. part., ἀνδρὸς… κατατεθνηῶτος 7.89, 22.164; νέκυι κατατεθνηῶτι 16.565; νεκροὺς κατατεθνηῶτας 18.540, etc.: used by Trag. only in sync. fut. κατθανοῦμαι, E.Med.1386, Alc.150, etc.; and in inf. and part. of sync. aor. κατθανεῖν, κατθανών, A.Ag. 1290, 873, etc.: once in ind., κάτθανε ib.1553 (anap.).    2 metaph., perish, μέλι… κάτθανε ἐν κηρῷ λυπεύμενον Mosch.3.34; κάτθανε δ' ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι Bion 1.31.

French (Bailly abrégé)

f. sync. κατθανοῦμαι, ao. sync. κάτθανον, pf. κατατέθνηκα, part. épq. κατατεθνηώς, gén. fém. ion. κατατεθνηυίης;
mourir, disparaître.
Étymologie: κατά, θνῄσκω.

Greek Monotonic

καταθνῄσκω: μέλ. κατα-θανοῦμαι, συγκοπτ. κατ-θανοῦμαι, αόρ. βʹ κατέθᾰνον, Επικ. κάτθᾰνον· παρακ. -τέθνηκα·
1. φθίνω, σβήνω, πεθαίνω, και σε αόρ. βʹ και παρακ., είμαι νεκρός, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. εκλείπω, γίνομαι άφαντος, εξαφανίζομαι, σε Μόσχ., Βίωνα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θνῄσκω, Aeol. κατθνάσκω; ep. aor. κάτθανον, inf. aor. κατθανεῖν, ptc. κατθανών; fut. κατθανοῦμαι, sterven; gedood worden:; κάτθανε καὶ Πάτροκλος ook Patroclus is gedood Il. 21.107; perf. κατατέθνηκα dood zijn.

Russian (Dvoretsky)

καταθνῄσκω: (fut. κατθανοῦμαι, aor. κάτθανον, pf. κατατέθνηκα, эп. part. pf. κατατεθνηώς - gen. f κατατεθνηυίης) умирать (κατθανουμένη γυνή Eur.): ὁ νεκρὸς κατατεθνηώς Hom. и ὁ κατθανὼν νέκυς Soph. мертвец.