κανάβινος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
η, ον, A of or for a block-figure, κηρός Hsch.; σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, AP11.107 (Lucill.): κανάβιον codd. in ll. cc.; κᾱ- in APl.c. (nisi leg. κανν-).
German (Pape)
[Seite 1319] u. κανάβιος, zum Modell, Entwurf gehörig, zum Modelliren brauchbar; κηρός, Modellirwachs, Hesych.; Lucill. 68 ἁπλώσας κατὰ γῆς σῶμα τὸ καννάβινον (XI, 107 καννάβιον), nur den Umriß einer Menschengestalt, so mager wie ein Skelet. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνάβῐνος: η, ος, «κανάβινος κηρός· ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν» Ἡσύχ.· σῶμα κ., ἰσχνὸς ὡς κάναβος, Ἀνθ. Π. 11. 107· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι: κανάβιον ἢ καννάβιον.
French (Bailly abrégé)
c. καννάβινος.
Greek Monolingual
και καννάβινος, -η, -ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, -ίνη, -ον)
καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη
αρχ.
1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.)
2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («κανάβινος κηρὸς
ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», Ησύχ.)
3. όμοιος με κάν(ν)αβον. με σκελετό, σκελετωμένος, ισχνός («κανάβινον σώμα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις ή < κάν(ν)αβος].
Greek Monotonic
κᾰνάβῐνος: -η, -ον, αυτός που αναφέρεται σε ξύλινο σκελετό, σῶμα κ., ένα σώμα τόσο αδύνατο, έτσι ώστε να φαίνεται σαν απλός σκελετός, σε Ανθ.
Middle Liddell
κᾰνάβῐνος, η, ον
of or for a block-figure, σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, Anth. [from κάνᾰβος]