κούριος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον, (κοῦρος A) A youthful, ἄνθος, in an interpol. verse after Il.13.433, cf. Orph.A.1339; ἥβη Orac. ap.Paus.9.14.3.
German (Pape)
[Seite 1496] wie κουρήϊος, jugendlich; πρὶν κούριον ἀγλαὸν ἥβην Δωριέες ὀλέσωσι, Il. 13, 433, eingeschalteter Vers, s. Eustath.; – παρθενίης κούριον ἄνθος Orph. Arg. 1336; orac. bei Paus. 9, 14, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κούριος: -ον, νεανικός, ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν νόθῳ τινὶ στίχῳ παρεμβαλλομένῳ μετὰ τὸν ἐν Ἰλ. Ν. 433· ὡσαύτως ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 9. 14, 3, Ὀρφ. Ἀργ. 1347.
Greek Monolingual
κούριος, -ον (Α) [[[κούρος]] (Ι)]
νέος, νεανικός («καὶ τότε παρθενίης νοσφίζετο κούριον ἄνθος», Ορφ.).