πινακίς
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = foreg. 1.3, Philyll.11, Machoap.Ath.13.582c; in the Kingdom of Bosporus, ἐπὶ τῆς π., as title, prob. in IPE2.29.29 (Panticapaeum, iii A. D.), cf. BMus.Inscr.183 (πινακεῖδος): pl., π. Ἑλληνικαί A codicils in Greek, PGnom.36 (ii A. D.). 2 in pl., tablets, Plu.TG6, Id.2.47e, Arr.Epict. 1.10.5. II a kind of dance, Poll.4.103, Ath.14.629f.
German (Pape)
[Seite 616] ἡ, = πινακίδιον, u. im plur., wie δέλτοι, Diplome, codicilli, Plut. T. Graech. 6; vgl. Spohn de extr. Od. parte p. 175.
Greek (Liddell-Scott)
πινᾰκίς: -ίδος, ἡ, = πινάκιον Ι. 4, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 3, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ δέλτοι, πινακίδες, Λατ. codicilli, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6, ὁ αὐτ. 2. 47Ε. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F, Πολυδ. Δ΄ 103.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
tablette pour écrire.
Étymologie: πίναξ.
Spanish
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. πινακίδα.
Greek Monotonic
πῐνᾰκίς: -ίδος, ἡ, = πινάκιον, στον πληθ., οι πίνακες, τα πλακίδια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πῐνᾰκίς: ίδος (ῐδ) ἡ дощечка для записей, писчая табличка (πινακίδες χαλκαῖ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινακίς -ίδος, ἡ, demin. van πίναξ, schrijftablet.
Middle Liddell
πῐνᾰκίς, ίδος, ἡ, = πινάκιον
in pl., tablets, Plut.
Chinese
原文音譯:pinak⋯dion 披那企笛按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:木板(小型)
字義溯源:書寫板,寫字板;源自(πίναξ)=盤子); (πίναξ)出自(πλάξ)=模板),而 (πλάξ)又出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 一塊寫字板(1) 路1:63