δεξιότης

From LSJ
Revision as of 18:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιότης Medium diacritics: δεξιότης Low diacritics: δεξιότης Capitals: ΔΕΞΙΟΤΗΣ
Transliteration A: dexiótēs Transliteration B: dexiotēs Transliteration C: deksiotis Beta Code: decio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A dexterity, esp. of mind, sharpness, cleverness, σοφίη καὶ δ. Hdt.8.124, cf. Ar.Eq.719, al.; opp. ἀμαθία, Th.3.37.    II = δεξίωσις, δ. καὶ φιλία Paus.7.7.5.    III courtesy, kindliness (cf. δεξιός v), Ph.2.30.    IV fortune, felicity, καιροῦ Lyd.Mag.1.3.

German (Pape)

[Seite 547] ητος, ἡ, 1) Gewandtheit, Geschicklichkeit, Klugheit, καὶ σοφίη Her. 8, 124; der ἀμαθία entgegengesetzt Thuc. 3, 37; vgl. Ar. Equ. 716 Ran. 1007. – 2) = δεξίωσις, καὶ φιλότης Paus. 7, 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιότης: -ητος, ἡ, ἱκανότης, ἐπιδεξιότης, ἐμπειρία, ἰδίως τοῦ νοῦ, εὐφυία, ὀξύνοια, σοφίη καὶ δ. Ἡρόδ. 8. 124, Ἀριστοφ. Ἱππ. 719, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ ἀμαθία, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. = δεξίωσις, Παυσ. 7. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
adresse, dextérité, habileté.
Étymologie: δεξιός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ

• Alolema(s): dór. -τας IAE 36.12 (I d.C.)
1 destreza, habilidad en la guerra ἔδοσαν ... σοφίης δὲ καὶ δεξιότητος Θεμιστοκλέϊ ... στέφανον ἐλαίης Hdt.8.124, del médico para curar, Hp.Morb.Sacr.1.20, τοῦ ὁμιλεῖν I.AI 18.207, cf. 19.88, ἡ περὶ τὰς πράξεις αὐτοῦ δ. I.AI 2.41
en esp. de la inteligencia agudeza, ingeniosidad, ingenio op. ἀμαθία Th.3.37, cf. Ar.Eq.719, V.1059, Ra.1009, φιλοσοφίας ... ἐγκαταλείμματα περισωθέντα διὰ συντομίαν καὶ δεξιότητα los restos de su filosofía que se han conservado gracias a su brevedad y finura intelectual Arist.Fr.13, para hacer una broma, Plu.2.632a, en la elocuencia δ. καὶ πειθώ D.Chr.27.4, ἡ δεξιότης τῶν λόγων I.AI 9.26.
2 afabilidad, cortesía Ph.2.30, IAE l.c., Luc.Alex.61, Sat.34, D.C.69.5.1, Gr.Thaum.Pan.Or.6.52, Gr.Naz.Ep.204.3
rectitud moral, Gr.Nyss.Eun.1.106.
3 acogida amable, hospitalidad δ. καὶ φιλία Paus.7.7.5.
4 situación favorable o propicia δ. καιροῦ Lyd.Mag.1.3.

Greek Monotonic

δεξιότης: -ητος, ἡ (δεξιός), ικανότητα, εξυπνάδα, ευφυΐα, οξύνοια, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· αντίθ. προς το ἀμαθία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δεξιότης: ητος ἡ разумность, ловкость Thuc., Her. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιότης -ητος, ἡ [δεξιός] handigheid, vaardigheid, slimheid. vriendelijkheid, hoffelijkheid.

Middle Liddell

δεξιός
dexterity, cleverness, Hdt., Ar.; opp. to ἀμαθία, Thuc.

English (Woodhouse)

cleverness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)