μάσσων

From LSJ
Revision as of 11:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάσσων Medium diacritics: μάσσων Low diacritics: μάσσων Capitals: ΜΑΣΣΩΝ
Transliteration A: mássōn Transliteration B: massōn Transliteration C: masson Beta Code: ma/sswn

English (LSJ)

ὁ and ἡ, neut. μάσσον (v. Hdn.Gr.2.942), gen. μάσσονος, poet. Comp. of μακρός (from μᾰκ-yων),    A longer, ἔτι μ. Od.8.203; μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν greater than one else could see, Pi.O.13.113; μάσσον' ἀριθμοῦ too many for counting, Id.N.2.23; τὰ μάσσώ μὲν τί δεῖ λέγειν; A.Ag.598, cf. Pers.440; ὁ μ. βίοτος ib.708 (troch.); [ἔλαφοι] μάσσονες ἢ ταῦροι Call.Dian.102: c. acc. cogn., μῆκος μάσσων Nic. Th. 224: in Prose, μ. ὁδός X.Cyr.2.4.27; μάσσω δρόμον (prob.) Id.Lac. 12.5. Adv., μάσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ (nisi leg. μάσσον' ὧν) A.Pr.629.

German (Pape)

[Seite 98] μᾶσσον, od. nach Draco p. 52, 24 μάσσον, unregelmäßiger compar. zu μακρός, = μακρότερος, länger; Od. 8, 203; Aesch. Pers. 444; Xen. bei Suid. Es steht für μακίων, von μᾶκος = μῆκος, wie ἐλάσσων für ἐλαχίων, θάσσων für ταχίων u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

μάσσων: ὁ καὶ ἡ, οὐδ. μᾶσσον, γεν. μάσσονος, ἀνώμαλον ποιητ. συγκρ. τοῦ μακρός, ἀντὶ μακρότερος, Ὀδ. Θ. 203· καὶ πᾶσαν κατὰ Ἑλλάδ’ εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον’ ἢ ὡς ἰδέμεν, «καὶ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα ἐπιπορευόμενος εὑρήσεις μείζονα ἔργα πεποιηκότα ἢ ὡς δύνασαι ἰδεῖν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 13. 162· μάσσον’ ἀριθμοῦ, μείζονα ἢ ἀριθμεῖσθαι, δηλ. ὑπερβαίνουσι πάντα ἀριθμόν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2. 35· τὰ μάσσω μὲν τί δεῖ λέγειν; Αἰσχύλ. Ἀγ. 598, πρβλ. Πέρσ. 440· ὁ μ. βίοτος αὐτόθι 708. Ἐπίρρ., μασσόνως ἢ ’μοὶ γλυκὺ (κατὰ τὸν Elmsl. ἀντὶ μᾶσσον ὡς ἐμοὶ) ὁ αὐτ. ἐν Προμ. 629. - Πρβλ. μειζόνως, (τὸ μάσσων φαίνεται τύπος ἰσοδύναμος τῷ μείζων, ἴδε ἐν λέξ. μέγας· ἴδε ὡσαύτως μασι-, καὶ πρβλ. ἐλάσσων, βράσσων.)

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
plus long, plus grand.
Étymologie: Cp. de μακρός.
2part. prés. de μάσσω.

English (Slater)

μάσσων
   1 more, greater in quantity. εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν (byz.: μᾶσσον codd.: sc. ἃ ἐκράτησε) (O. 13.113) c. gen., τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ pr. (N. 2.23) ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων pr. (I. 3.5)

Greek Monolingual

μάσσων, ὁ, ή, ουδ. μᾱσσον (Α)
(ανώμαλ. ποιητ. συγκριτ. του μακρός) μακρότερος, μεγαλύτερος («ἐὰν μὴ πολὺ μάσσων ἡ ὁδὸς ᾖ», Ξεν.).
επίρρ...
μᾱσσον (Α)
περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάσσων (< μακ-jων) είναι ανώμαλος συγκριτικός του επιθ. μακρός, αναλογικός προς τα συγκριτικά θάσσων, ἐλάσσων.

Greek Monotonic

μάσσων: ὁ και ἡ, ουδ. μᾶσσον, γεν. μάσσονος, ανώμ. συγκρ. του μακρός ή του μέγας, μακρότερος, μεγαλύτερος, σε Ομήρ. Οδ.· μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν, μεγαλύτερος απ' ότι θα μπορούσε να δει κάποιος, σε Πίνδ.· τὰ μάσσω, τα περισσότερα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μάσσων: 2, gen. ονος [compar. к μακρός = μακρότερος больший Hom.: μ. ἀριθμοῦ Pind. неисчислимый; τὰ μάσσω μὲν τί δεῖ λέγειν; Aesch. что тут больше говорить?

Frisk Etymological English

Meaning: longer
See also: s. μῆκος.

Middle Liddell

[irreg. comp. of μακρός or μέγας
longer, greater, Od.; μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν greater than one could see, Pind.; τὰ μάσσω anything more, Aesch.

Frisk Etymology German

μάσσων: {mássōn}
Meaning: länger
See also: s. μῆκος.
Page 2,182