μετοικικός

From LSJ
Revision as of 12:22, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικικός Medium diacritics: μετοικικός Low diacritics: μετοικικός Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: metoikikós Transliteration B: metoikikos Transliteration C: metoikikos Beta Code: metoikiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A consisting of μέτοικοι, Hyp.Fr. 149; in the condition of a μ., ἄνθρωπος Plu.Alc.5; συντελεῖν εἰς τὸ μ., v.l. for μετοίκιον, Luc.Bis Acc.9.    II metaph., having a part in, τινος Id.Lex.25.

German (Pape)

[Seite 161] ή, όν, zum μέτοικος gehörig, μετοικικὸν ἄνθρωπον = μέτοικον, Plut. Alc. 5; ἐς τὸ μετοικικὸν συντελεῖν, d. i. zu den Schutzverwandten gehören, Luc. bis accus. 9; μετοικικῆς συμμορίας ταμίας, Hyperid. bei Poll. 8, 144.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἰδιάζων εἰς μέτοικον, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 144, Πλουτ. Ἀλκ. 5· - τὸ μ., ὁ κατάλογος τῶν μετοίκων, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9. ΙΙ. μεταφ., ὁ μετέχων, μέτοχος, τινος Λουκ. Λεξιφ. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui jouit du droit de cité comme les métèques;
2 étranger domicilié.
Étymologie: μέτοικος.

Greek Monolingual

μετοικικός, -ή, -όν (Α) μέτοικος
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο
2. αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση του μετοίκου
3. μτφ. αυτός που είναι μέτοχος σε κάτι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετοικικά
η παρεφθαρμένη αττική διάλεκτος την οποία μιλούσαν οι μέτοικοι.

Greek Monotonic

μετοικικός: -ή, -όν, αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση ενός μετοίκου, σε Πλούτ.· τὸ μετοικικόν, ο κατάλογος αυτών που είναι μέτοικοι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετοικικός: находящийся на положении метэка (ἄνθρωπος Plut.): οὐδὲ μετοικικὰ τῆς Ἀθηναίων φωνῆς ирон. Luc. совершенно неаттические выражения.

Middle Liddell

μετοικικός, ή, όν
in the condition of a μέτοικος, Plut.: — τὸ μ. the list of μέτοικοι, Luc.