προσαιρέομαι

From LSJ
Revision as of 19:11, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαιρέομαι Medium diacritics: προσαιρέομαι Low diacritics: προσαιρέομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΙΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prosairéomai Transliteration B: prosaireomai Transliteration C: prosaireomai Beta Code: prosaire/omai

English (LSJ)

Med.,    A choose and associate with, τινάς τινι ξυμβούλους Th.5.63; ἑωυτῷ π. τινά take for one's companion or ally, Hdt.9.10; κοινὸν αὑτοῖς [διαιτητήν] D.59.45; σφίσιν αὐτοῖς ἄρχοντας Arist.Ath. 35.1; ὁ αἰσυμνήτης τοὺς προσεταίρους -εῖται SIG57.7 (Milet., v B. C.), cf. IG12.56.27, 84.38.    II choose in addition to, τινά τινι X.HG6.2.39; στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι ib.2.1.16.    III Act. προσαιρεῖν appoint as one's assistant, POxy.58.17 (iii A.D.): aor. part. προσελών dub. sens. in PPetr.2.20 iii 9 (cf. 3p.76, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 748] (s. αἱρέω), dazu erwählen od. annehmen; ἑαυτῷ τινα, sich Einen zum Gefährten od. Genossen wählen, Her. 9, 10; Plat. Legg. VI, 754 c Xen. Cyr. 1, 5, 57; de rep. Lac. 15, 5; κοινὸν διαιτητήν, Dem. 59, 45; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσαιρέομαι: μέσ., ἐκλέγω ἐπὶ πλέον, ἐκλέγω καὶ προσθέτω, δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, προσλαμβάνω ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας δέκα κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. καθόλου, ἐκλέγω προσέτι, τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ πρός τινι αὐτόθι 2. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. προσαιρήσομαι, ao.2 προσειλόμην, etc.
1 choisir pour associé, adjoindre dans son propre intérêt : τινά τινι une personne à une autre;
2 choisir en outre : τινά τινι ou τινα πρός τινι une personne outre une autre.
Étymologie: πρός, αἱρέομαι.

Greek Monotonic

προσαιρέομαι: Μέσ.,
I. διαλέγω για τον εαυτό μου, ἑαυτῷ προσαιρέομαί τινα, προσλαμβάνω ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ.
II. γενικά, εκλέγω επιπλέον, τινά τινι, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσαιρέομαι: выбирать, подбирать, брать (τινι ξυμβούλους Thuc.; γραμματέα Arst.): προσελέσθαι ἑαυτῷ τινα Xen. взять себе кого-л. (в помощь).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αιρέομαι, alleen med. bij zich nemen:. προσαιρέεται δὲ ἑωυτῷ Παυσανίης Εὐρυάνακτα Pausanias voegde als collega Euryanax aan zich toe Hdt. 9.10.3; κοινὸν δὲ αὑτοῖς προσαιροῦνται Διογείτονα zij namen bij zichzelf Diogiton als onpartijdig bemiddelaar erbij Apollod. [Dem.] 59.45. erbij kiezen:. π. στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι als aanvoerders erbij kiezen naast de bestaande aanvoerders Xen. Hell. 2.1.16.

Middle Liddell


I. Mid. to choose for oneself, ἑαυτῷ πρ. τινα to take for one's companion or ally, Lat. cooptare, Hdt.
II. generally, to choose in addition to, τινά τινι Thuc., Xen.