πυλαωρός

From LSJ
Revision as of 21:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾰωρός Medium diacritics: πυλαωρός Low diacritics: πυλαωρός Capitals: ΠΥΛΑΩΡΟΣ
Transliteration A: pylaōrós Transliteration B: pylaōros Transliteration C: pylaoros Beta Code: pulawro/s

English (LSJ)

ὁ, Ep. for πυλωρός,    A gate-keeper, Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [κύνας] πυλαωρούς Il.22.69 (quoted ap. Arr.Epict.3.22.80, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος AP7.319. (πυλᾰ-sorwó- (cf. ἐρύω (B)) became πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then Ep. πυλᾰωρό- (with -ω- taken from the contr. form): πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό- also became πυλαυρός, πυλευρός (qq. v.), and πυλαουρός (v.l. in Il.24.681), πυλαορός (v.l. in 21.530).)

German (Pape)

[Seite 817] ὁ, ep. = πυλωρός (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾰωρός: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ πυλωρός, ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, ἔνθα γίνεται λόγος περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος Κέρβερος, Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ λέξις ἔπαθε μεταβολὴν χάριν τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. τιμάορος, τιμωρός, καὶ ἴδε ἐν λ. οὖρος = φύλαξ).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gardien des portes.
Étymologie: πύλη, ὤρα ; cf. πυλωρός.

English (Autenrieth)

(root ϝορ, ὁράω): gatekeeper, pl. (Il.)

Greek Monolingual

και πυλαουρός και πυλαορός, ὁ, Α
βλ. πυλωρός.

Greek Monotonic

πῠλᾰωρός: ὁ, Επικ. αντί πυλωρός, αυτός που συγκρατεί τις πύλες, φύλακας των πυλών, σε Ομήρ. Ιλ. (μεταβάλλεται χάριν Επικ. μέτρου, από το πυλαορός, πρβλ. τιμαορός, τιμωρός, και βλ. οὖρος, φύλακας).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλαωρός -ου, ὁ [πύλη, ὀράω] poortwachter.

Russian (Dvoretsky)

πῠλᾰωρός: ὁ и ἡ Hom., Anth. = πυλωρός.

Middle Liddell

πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, [epic for πυλωρός
keeping the gate, a gate-keeper, Il. (Altered, to suit the epic metre, from πυλαορός, cf. τιμάορος, τιμωρός, and v. οὖρος custos.)