ῥᾳστωνεύω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
= ῥαθυμέω, A to be idle, listless, τῇ ψυχῇ X.Oec.20.18, <span class=bi
German (Pape)
[Seite 835] = Folgdm; τῇ ψυχῇ, müßig, unthätig sein, παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Xen. Oec. 20, 18, u. Sp.; auch im med., wie Aristid. Lpt. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳστωνεύω: ῥᾳθυμέω, διάγω ἐν ῥᾳστώνῃ, ὅταν ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775.
French (Bailly abrégé)
se laisser aller à la mollesse, vivre d’une vie indolente ou nonchalante.
Étymologie: ῥᾳστώνη.
Greek Monolingual
Α ῥᾳστώνη
ζω με ραστώνη, ραθυμώ, απρακτώ.
Greek Monotonic
ῥᾳστωνεύω: = ῥᾳθυμέω, αργώ, χασομερώ, τεμπελιάζω, αδιαφορώ, βρίσκομαι σε κατάσταση ραστώνης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳστωνεύω: предаваться беспечности, быть беззаботным, бездеятельным (ῥ. τῇ ψυχῇ Xen.).
Middle Liddell
ῥᾳστωνεύω, = ῥαθυμέω
to be idle, listless, Xen. [from ῥᾳστώνη