ἡμιπέλεκκον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
τό, A half-axe, i.e. one-edged axe (the πέλεκυς being double-edged), Il.23.851,858,883.
German (Pape)
[Seite 1169] τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπέλεκκον: (κ διπλοῦν χάριν τοῦ μέτρου), τό, ἥμισυς πέλεκυς, μονόστομος, ἐπειδή ο κυρίως πέλεκυς ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hache à un seul tranchant.
Étymologie: ἡμι-, πέλεκυς.
English (Autenrieth)
(πέλεκυς): half-axe, one-edged axe. (Il.)
Greek Monolingual
ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α)
μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ' ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι-πέλεκκον.
Greek Monotonic
ἡμιπέλεκκον: (διπλό κ, χάριν του μέτρου), τό (πέλεκυς), μισό τσεκούρι, μισός πέλεκυς, δηλ. το τσεκούρι που έχει μία κόψη, ο μονόστομος πέλεκυς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐπέλεκκον: τό полусекира, т. е. боевая секира с односторонним лезвием Hom.
Middle Liddell
[κ doubled metri grat.]
a half-axe, i. e. a one-edged axe, Il.