εὔκλεια
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ἡ, εὐκλείᾱ metrigr., A.Th.685: Ep.ἐϋκλείη Il.8.285, Od. 14.402; εὐκλεΐη IG 14.1663:—A good repute, glory, τὸν… ἐϋκλείης ἐπίβησον Il.l.c., cf. Antipho Soph.49, Th.2.44, X.An.7.6.33, Pl.Mx. 247a, Ep.354b, A.R.1.141, etc.; λιπὼν… εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch.348 (lyr.); στέφανος εὐκλείας S.Aj.465, E.Supp.315; ἄγαλμα εὐκλείας S.Ant.703. II Εὔ. personified, B.12.183, IG3.277. 2 title of Artemis in Boeotia, etc., Plu.Arist.20, Paus.9.17.1,2:—hence Εὔκλεια, τά, festival at Delphi, Schwyzer 323 D 7 (Delph., v/iv B. C.): Εὔκλειος, ὁ, epith. of Zeus, B.1.6; (sc. μήν) name of month, e.g. at Corcyra, IG9(1).694.51,al.; at Tauromenium, ib.14.430ii9.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, ep. ἐϋκλείη, Il. 8, 285 Od. 14, 402, ion. εὐκλεΐη, dor. εὐκλεΐα, der gute Ruf, Ruhm, ἐϋκλείης τινὰ ἐπιβῆσαι, ihn des Ruhms theilhaftig werden lassen, λιπὼν εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch. Ch. 344; δεινὸς εὐκλείας ἔρως Eum. 827 (auch = das Loben, Suppl. 953); εὐκλείαν, Spt. 667; στέφανος εὐκλείας Soph. Ai. 460, wie Eur. Suppl. 627; Plat. Menex. 247 a u. sonst einzeln in Prosa, Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 18, 28, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκλειᾰ: ἡ· ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 685 εὐκλείᾱ χάριν τοῦ μέτρου· Ἐπικ. ἐϋκλείη Ἰλ. Θ. 285, Ὀδ. Ξ. 402· εὐκλεΐη Ἀνθ. Π. παράρτ. 215· πρβλ. ἄγνοια, ἄνοια, κτλ.· - καλὸν κλέος, καλὴ φήμη, δόξα, Ὅμ., κλ.· τὸν... ἐϋκλείης ἐπίβησον Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· λιπὼν... εὔκλειαν ἐν δόμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· στέφανος εὐκλείας Σοφ. Αἴ. 465, Εὐρ. Ἱκ. 315: πρβλ. ἄγαλμα.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gloire, bon renom.
Étymologie: εὐκλεής.
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ εὔκλεια, Α και εὐκλεία, επικ. τ. ἐϋκλείη, επιγρ. εὐκλεΐη) ευκλεής
καλή φήμη, δόξα («ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν», Σοφ.)
μσν.
(σε προσφωνήσεις εκτίμησης και σεβασμού) η τιμή, η εντιμότητα, η σεβασμιότητά σου («τῆς σῆς θεοφρουρήτου εὐκλείας», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. ως προσωποποίηση της δόξας
2. ως επίθ. της θεάς Αρτέμιδος στη Βοιωτία και αλλού («τοῦ ναοῡ δὲ τῆς Εὐκλείας Ἀρτέμιδος», Παυσ.).
(II)
εὔκλεια, τὰ (Α) ευκλεής
επιγρ. εορτή προς τιμήν της Ευκλείας Αρτέμιδος στη Δήλο και στους Δελφούς.
Greek Monotonic
εὔκλειᾰ: ἡ, Επικ. ἐϋκλείη, καλή φήμη, δόξα, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκλεια: поэт. Aesch. εὐκλείᾱ, эп. ἐϋκλείη, ион. εὐΚλεΐη ἡ слава Hom., Trag., Xen., Plat., Plut., Anth.
Middle Liddell
εὔκλεια, ης, ἡ,
good repute, glory, Hom., Trag.
English (Woodhouse)
celebrity, distinction, fame, honor, honour, renown, reputation, good name