εὐσπλαγχνία

From LSJ
Revision as of 09:24, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσπλαγχνία Medium diacritics: εὐσπλαγχνία Low diacritics: ευσπλαγχνία Capitals: ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΙΑ
Transliteration A: eusplanchnía Transliteration B: eusplanchnia Transliteration C: efsplagchnia Beta Code: eu)splagxni/a

English (LSJ)

ἡ, A good heart, firmness, E.Rh.192, PMasp.97D69 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσπλαγχνία: ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, σταθερότης, Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. εὐσπλαγχνία ὡς καὶ νῦν, συμπάθεια, οἶκτος, Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
courage.
Étymologie: εὔσπλαγχνος.

Greek Monolingual

και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία
Μ και εὐσπλαχνία) εύσπλαγχνος
ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια, λύπηση (α. «η ευσπλαγχνία του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν ουδόλως θυμηθήκαν» γ. «αλλά με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.
δ. «δῶρον δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συμπάθεια, εύνοια («σπλαχνία στους χριστιανούς»)
2. προσήνεια
3. αγάπη, στοργή.

Greek Monotonic

εὐσπλαγχνία: ἡ, καλή καρδιά, γενναιοψυχία, σταθερότητα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσπλαγχνία: ἡ мужество, твердость Eur.

Middle Liddell


good heart, firmness, Eur. [from εὔσπλαγχνος