καλλίστευμα

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίστευμα Medium diacritics: καλλίστευμα Low diacritics: καλλίστευμα Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: kallísteuma Transliteration B: kallisteuma Transliteration C: kallistevma Beta Code: kalli/steuma

English (LSJ)

ατος, τό, A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639. II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίστευμα: τό, ὑπέροχον κάλλος, Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον κάλλος, περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet le plus beau :
1 extrême beauté;
2 la plus belle offrande, le plus beau présent;
3 fleur de beauté.
Étymologie: καλλιστεύω.

Greek Monolingual

καλλίστευμα, τὸ (Α) καλλιστεύω
1. το προτέρημα της ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος
2. το βραβείο της ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ' ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.)
3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» — το δεύτερο βραβείο ωραιότητας.

Greek Monotonic

καλλίστευμα: -ατος, τό,
I. υπέροχη ομορφιά, ωραιότητα, σε Ευρ.
II. οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίστευμα: ατος τό
1) высшая красота (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);
2) прекраснейший дар: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίστευμα -ατος, τό [καλλιστεύω] fraaiste gave:; καλλιστεύματα Λοξίᾳ fraaiste gaven voor Loxias Eur. Phoen. 215; schoonheid:. τῷ τῆσδε καλλιστεύματι om haar (Helena) schoonheid Eur. Or. 1639.

Middle Liddell

καλλίστευμα, ατος, τό,
I. exceeding beauty, Eur.
II. the first-fruits of beauty or the most beautiful, Eur. [from καλλιστεύω

English (Woodhouse)

peerless beauty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)