καστόριος

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστόριος Medium diacritics: καστόριος Low diacritics: καστόριος Capitals: ΚΑΣΤΟΡΙΟΣ
Transliteration A: kastórios Transliteration B: kastorios Transliteration C: kastorios Beta Code: kasto/rios

English (LSJ)

A v. καστόρειος, καστορίδες.

German (Pape)

[Seite 1333] vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καστόριος: -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. καστορίδες Ι.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καστόριος, -ία, -ον και καστόρειος, -ειον) κάστωρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα
νεοελλ.
1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος
2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καστόριαι (ενν. κύνες)
(στον Ξεν.) αντί καστορίδες.