κηρύκειος

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύκειος Medium diacritics: κηρύκειος Low diacritics: κηρύκειος Capitals: ΚΗΡΥΚΕΙΟΣ
Transliteration A: kērýkeios Transliteration B: kērykeios Transliteration C: kirykeios Beta Code: khru/keios

English (LSJ)

ον, A of a herald, γράμμα S.Fr. 784; γραφή Anon. ap. Suid. II Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).

German (Pape)

[Seite 1434] den Herold betreffend, ihm eigen; γράμμα Soph. frg. 897.

Greek (Liddell-Scott)

κηρύκειος: ῡ, ον, ἀνήκων εἰς κήρυγμα, γράμμα Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος,-ον) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν)
το ραβδί του κήρυκα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια
η αμοιβή του κήρυκα κατά την παλαιά πολιτική δικονομία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. σύμβολο του κήρυκα ή κάλυμμα της κεφαλής του κήρυκα
αρχ.
1. φρ. «κηρύκεια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο ικέτης και τά κατέθετε στον βωμό
2. παροιμ. «τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν» — ειρήνη ή πόλεμο (Φώτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ραβδί του Ερμή, κήρυκα τών θεών
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει μισθός»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ κήρυξ ἐκήρυττε»
δ) μικρή σφραγίδα
ε) ονομασία αστερισμού
στ) φόρος δημοπρασίας
ζ) η αμοιβή εκείνου που έκανε τη δημοπρασία
η) η αμοιβή του καταδότη
θ) χειρουργικό εργαλείο.

Russian (Dvoretsky)

κηρύκειος: (ῡ) относящийся к глашатаю (γράμμα Soph.).