κουφότης
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ητος, ἡ, A lightness, Hp.Aër.8, Pl.Ti.65e, Lg.625d, Arist. Cael.300b24, etc.; agility, Jul.Or.2.53c: pl., Pl.Lg.897a, Arist.PA 648b7; κ. τροφῆς lightness, digestibility, Thphr.CP4.9.4. 2 metaph., triviality, levity, Phld.Vit.p.27 J., D.H.7.17. 3 relief, μόχθων E.Fr.119. 4 lightness, of style, Phld.Rh.1.178 S.
Greek (Liddell-Scott)
κουφότης: -ητος, ἡ, ἐλαφρότης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 385, Πλάτ. Τίμ. 65Ε, Νόμ. 625D, Ἀριστ., κτλ., ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 897Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 12· κ. τροφῆς, ἐλαφρότης, τὸ εὔπεπτον, Θεόφρ. π. Φ. Αἰτ. 4. 9, 4. 2) μεταφ., «ἐλαφρότης», κουφόνοια, Διον. Ἁλ. 7. 17. 3) ἀνακούφισις, μόχθων Εὐρ. Ἀποσπ. 119.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
légèreté.
Étymologie: κοῦφος.
Russian (Dvoretsky)
κουφότης: ητος, атт. κουφοτής, ῆτος ἡ тж. pl.
1) легкость, легковесность Plat., Arst., Plut.;
2) облегчение (μόχθων Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουφότης -ητος, ἡ [κοῦφος] lichtheid.