λαχνόγυιος

From LSJ
Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνόγυιος Medium diacritics: λαχνόγυιος Low diacritics: λαχνόγυιος Capitals: ΛΑΧΝΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: lachnógyios Transliteration B: lachnoguios Transliteration C: lachnogyios Beta Code: laxno/guios

English (LSJ)

ον, A with shaggy limbs, θῆρες E.Hel.378 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 20] mit dichtbehaarten Gliedern, θῆρες Eur. Hel. 378.

Greek (Liddell-Scott)

λαχνόγυιος: -ον, ἔχων δασέα μέλη, θῆρες Εὐρ. Ἑλ. 378 (λυρ.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres velus.
Étymologie: λάχνη, γυῖον.

Greek Monolingual

λαχνόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + -γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό-γυιος, λιπό-γυιος].

Greek Monotonic

λαχνόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει τριχωτά μέλη σώματος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λαχνόγυιος: с мохнатым телом, покрытый шерстью или мехом (θῆρες Eur.).

Middle Liddell

λαχνό-γυιος, ον γυῖον
with shaggy limbs, Eur.