λινόδεσμος
From LSJ
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ον, = sq., A σχεδία A.Pers.68 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 49] = Folgd., λινοδέσμῳ σχεδίᾳ, Aesch. Pers. 68.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόδεσμος: -ον, = τῷ ἑπομ., σχεδία Αἰσχύλ. Πέρσ. 68 (Λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié avec des cordes.
Étymologie: λίνον, δεσμός.
Greek Monolingual
λινόδεσμος, -ον (Α)
λινόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)].
Greek Monotonic
λῐνόδεσμος: -ον, = το επόμ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόδεσμος: связанный льняными канатами (σχεδία Aesch.).
Middle Liddell
λῐνό-δεσμος, ον = λῐνόδετος, Aesch.]