μεγαλογνώμων
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A of lofty sentiments, high-minded, Id.Oec.21.8: τὸ μ., = foreg., Philostr.Ep.73, cf. X.Ages.9.6.
German (Pape)
[Seite 106] ον, von hoher, erhabener Gesinnung, Xen. Oec. 21, 8 Ages. 9, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλογνώμων: -ον, ὁ ἔχων ἔξοχα, γενναῖα αἰσθήματα, μεγαλόφρων, Ξεν. Οἰκ. 21, 8· τὸ μ. = τῷ προηγ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 9. 6.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.
Étymologie: μέγας, γνώμη.
Greek Monolingual
μεγαλογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόγνωμον
η μεγαλογνωμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων.
Greek Monotonic
μεγᾰλογνώμων: -ον, αυτός που έχει ευγενές φρόνημα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλογνώμων: 2, gen. ονος с возвышенным образом мыслей, проникнутый благородством Xen.