παράπαισμα
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ατος, τό, A madness, Oenom. ap. Eus.PE5.25 (pl.) :—in form παραίπαιμα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παράπαισμα: τό, ἀφροσύνη, παρ’ Ἡσύχ. παραίπαιμα· «παρακοπή»· πρβλ. παράπταισμα.
Greek Monolingual
και, κατά τον Ησύχ., παραίπαιμα, τὸ, Α παραπαίω
αφροσύνη, ανοησία.