παρεμπλοκή

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπλοκή Medium diacritics: παρεμπλοκή Low diacritics: παρεμπλοκή Capitals: ΠΑΡΕΜΠΛΟΚΗ
Transliteration A: paremplokḗ Transliteration B: paremplokē Transliteration C: paremploki Beta Code: paremplokh/

English (LSJ)

ἡ, A fitting in, inclusion, κενοῦ Epicur.Frr.92, 274 ; ἡ κατὰ κένωσιν π. prob. in Hero Spir.1 Prooem. (παρεις-codd.) ; of cogs in a machine, Theo Sm.p.180 H. 2 in Tactics, = παρένταξις 2, Ascl.Tact.10.17. 3 Astrol., complication, Petos. ap. Vett. Val.281.23. 4 generally, complication, interposition, ἡ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον π. Procl. in Prm. p.578 S. 5 interlude, digression, ἱστορικὴ π. Eust.103.39. II in concrete sense, stuffing, forcemeat, Agatharch.34.

German (Pape)

[Seite 515] ἡ, das dazwischen Einflechten, ἱστορική, eingeflochtene Erzählung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπλοκή: ἡ, σύμπλεξις, παρεμβολή, Ἀγάθαρχ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 449. 25· ἱστορικὴ π. Εὐστ. 103. 39.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ παρεμπλέκω
1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο
2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού
3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών
4. α) παρεμβολή
β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη στο μέσον επεισοδίου
5. παραγέμισμα, υπερβολική συσσώρευση
6. μαγειρικό παρασκεύασμα με το οποίο γεμίζεται το κύριο μαγείρευμα, η γέμιση.