παρθενών
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A maidens' apartments in a house, mostly in pl., A.Pr.646, E. Ph.89, IT826, etc. II in sg., the western cella of the Parthenon or temple of Athena at Athens, IG12.301.13, al., D.22.76, etc.; also, of the cella of the temple of Artemis at Magnesia on Maeander, SIG 695.23 (ii B. C.) ; of the Great Mother at Cyzicus, Michel 538.6, and Hermione, IG4.743. III name of a month at Alexandria, Ptol. Alm.11.3.
German (Pape)
[Seite 522] ῶνος, ὁ, auch παρθενεών, bes. bei Dichtern, wie Mus. 263, Antp. Sid. (IX, 790); Lobeck Phryn. p. 166; – Jungfrauengemach; Aesch. Prom. 646; Eur. I. T. 826 u. öfter; Plut. Alex. 21. – Bes. hieß so der prachtvolle Tempel der jungfräulichen Pallas auf der Burg zu Athen, Dem. 13, 28 u. A.; vgl. Paus. 1, 25; Strab. IX, 395.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενών: -ῶνος, ὁ, τὸ μέρος τῆς οἰκίας ἐν ᾧ αἱ παρθένοι κατοικοῦσι, τῶν νεανίδων ἢ κορασίων τὰ οἰκήματα ἐν τῇ οἰκίᾳ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 646, Εὐριπ. Φοίν. 89, Ι. Τ. 826, κτλ.˙- ἑνικ. ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ παρθενεών, Μουσαῖος 263, Ἀνθ. Π. 9. 790. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ Παρθενών, ἤτοι ναὸς τῆς παρθένου Ἀθηνᾶς, ἐν τῇ τῶν Ἀθηνῶν Ἀκροπόλει, ἀνοικοδομηθεὶς ὑπὸ Περικλέους ἔνθα ἔκειτο τὸ ἀρχαῖον Ἑκατόμπεδον, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 4., 145. 13., 146. 25, Δημ. 174. 24, κτλ.˙ πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 109. 2. III. μοναστήριον μοναζουσῶν παρθένων, Ἐπιφάν. σ. 492.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
1 appartement des jeunes filles;
2 n. propre le Parthénon (propr. la demeure de la déesse vierge) temple de Pallas sur l’Acropole d’Athènes.
Étymologie: παρθένος.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και ιων. ποιητ. τ. παρθενεών, Α και Παρθενώνας Ν
1. συν. στον πληθ. οι παρθενώνες
ιδιαίτερα διαμερίσματα στο σπίτι, όπου έμεναν αποκλειστικά τα κορίτσια της οικογένειας
2. ως κύριο όν. Παρθενών και Παρθενώνας
ο περιώνυμος ναός της Αθηνάς Παρθένου που οικοδομήθηκε στην αθηναϊκή Ακρόπολη στα χρόνια του Περικλέους από τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη
αρχ.
1. τμήμα του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη όπου οι Ατθίδες φιλοτέχνησαν τον κόσμο, τα στολίδια της θεάς
2. ο σηκός του ναού της Αρτέμιδος στη Μαγνησία και της Μεγάλης Μητρός στην Κύζικο και στην Ερμιόνη
3. μονή παρθένων
4. ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια
5. (κατά το λέξ. Σούδα) «παρθενώνος
τοῦ τῶν παρθένων χοροῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + επίθημα -εών / -ών / -ώνας (πρβλ. παπυρ-ών)].
Greek Monotonic
παρθενών: -ῶνος, ὁ (παρθένος)·
I. δωμάτιο παρθένου, κάμαρα, θάλαμος νεαρής κοπέλας μέσα στο σπίτι, κυρίως στον πληθ., σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
II. στον ενικ., ο Παρθενώνας ή ναός της Αθηνάς Παρθένου στην Ακρόπολη της Αθήνας, που ανακατασκευάστηκε από τον Περικλή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παρθενών: ῶνος ὁ помещение для девушек, девичьи покои Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενών -ῶνος, ὁ [παρθένος] meisjeskamer; in Athene ὁ Παρθενών de (het) Parthenon.
Middle Liddell
παρθενών, ῶνος, ὁ, παρθένος
I. the maidens' apartments, young women's chambers in a house, mostly in pl., Aesch., Eur., etc.
II. in sg. the Parthenon or temple of Athena Parthenos in the citadel at Athens, rebuilt under Pericles, Dem.