σιτομετρία

From LSJ
Revision as of 09:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτομετρία Medium diacritics: σιτομετρία Low diacritics: σιτομετρία Capitals: ΣΙΤΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: sitometría Transliteration B: sitometria Transliteration C: sitometria Beta Code: sitometri/a

English (LSJ)

ἡ, A measured allowance of corn, rations, PCair.Zen. 292.63 (ii B.C.), Plb.1.68.9, Mélanges Glotz 904 (Iasos, ii B.C.), D.S. 2.41, Plu.Cat.Ma.8, OGI533.29 (Ancyra), Polyaen.4.12.1: so σῑτομέτρ-ιον, τό, Ev.Luc.12.42; ἔπαρχος -μετρίου δήμου Ῥωμαίων, = Lat. praefectus annonae, IGRom.3.667 (Patara); σῑτομέτρ-μετρον, τό, Plu.2.313b.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Vertheilen des Getreides, Plut. Cat. mai. 8; auch das Zugemessene selbst, Proviant, wie das Folgde, D. Sic. 2, 41. 13, 88.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτομετρία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ σιτομέτρου, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 8. ΙΙ. μεμετρημένη παροχὴ σίτου, μερίδες σίτου, Διόδ. 2. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 29· οὕτω σῑτομέτριον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 42· - μετρον, τό, Πλούτ. 2. 313Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge d’inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σιτομέτρης.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτομέτρης
η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων.

Greek Monotonic

σῑτομετρία: ἡ, το αξίωμα του σιτομέτρη (σιτομέτρης), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτομετρία:
1) должность ситометра Plut.;
2) распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen.

Middle Liddell

σῑτομετρία, ἡ, [from σῑτομέτρης]
the office of σιτομέτρης, Plut.