σκωπτόλης

From LSJ
Revision as of 09:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωπτόλης Medium diacritics: σκωπτόλης Low diacritics: σκωπτόλης Capitals: ΣΚΩΠΤΟΛΗΣ
Transliteration A: skōptólēs Transliteration B: skōptolēs Transliteration C: skoptolis Beta Code: skwpto/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].

Greek Monotonic

σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκωπτόλης: ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.

Middle Liddell

σκωπτόλης, ου, ὁ, [from σκώπτω
a mocker, jester, Ar.