σταχυοστέφανος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον, A crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la couronne d’épis.
Étymologie: στάχυς, στέφανος.
Greek Monolingual
-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.
Greek Monotonic
στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στᾰχυοστέφᾰνος: с венком из колосьев (δηώ Anth.).